χτύπησε

χτύπησε
η σφαίρα пуля попела ему в ногу;
8) ранить, подстреливать; убивать; χτύπησα ένα λαγό я подстрелил одного зайца; 9) нападать (на кого-л.); атаковать (кого-л.); μδς χτύπησαν με δυό μεραρχίες они атаковали нас двумя дивизиями; 10) упрекать, укорять; осуждать, резко критиковать; μου το χτύπησε κατά πρόσωπο а) он мне бросил упрёк прямо в лицо; б) он мне сказал, бросил это прямо в лицо; 11) наносить удар (кому-л.), уничтожать (кого-л.);

χτύπησε τό κακό στη ρίζα του — искоренять зло;

12) поражать (о болезни и т. п.); давать осложнение;
η οστρακιά τον χτύπησε στα νεφρά скарлатина дала осложнение на почки; τον χτύπησε τρέλλα он сошёл с ума; 13) пагубно воздействовать (на кого-что-л.); разрушать (о солнце, ветре); 14) ударить (о вине); τό κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι вино ударило ему в голову; § τα χτύπησε κάτω в знак протеста он подал в отставку;

χτύπησε τό κεφάλι μου (στον τοίχο) — а) горько раскаиваться; — б) биться головой об стенку;

μου χτύπησε ένα πεντακοσάρικο он стащил у меня пятьсот драхм;
μου χτύπησε κάτι γιά... он намекнул мне на...; 2. αμετ. 1) стучать (куда-л.); стучаться;

χτύπησεά η πόρτα — в дверь стучат;

η βροχή χτύπησεάει στο παράθυρο — дождь барабанит в окно;

2) звучать;

τό κουδούνι δε χτύπησεά — звонок не звонит;

τό ρολόγι χτύπησεάει — часы бьют;

χτύπησεάει προσκλητήριο — звучит сигнал «проверка»;

χτύπησεάει σιωπητήριο — звучит сигнал «отбой»;

3) наступать, наставать;
χτύπησε κιόλα μεσημέρι уже наступил полдень; 4) стукаться, ушибаться, ударяться; χτύπησε (α)πάνω σε μιά πέτρα я ударился о камень; χτύπησε στο γόνατο я ушиб колено; 5) бросаться в глаза; производить впечатление;

αυτό χτύπησεάει άσχημα — это производит дурное впечатление;

μου χτύπησε στο μάτι а) это привлекло моё внимание, это бросилось мне в глаза; б) у меня глаза на это разгорелись;
6) биться; пульсировать;

χτύπησεи η καρδιά μου — у меня сильно бьётся сердце;

η πληγή χτύπησεάει — рана пульсирует;

§ χτύπησεούν τα δόντια μου — у меня зуб на зуб не попадает;

μου χτύπησεάει στα νεύρα — это мне действует на нервы;

μου χτύπησε να... мне вздумалось...;

χτύπησειέμαι, χτύπησειούμαι

1) — страдать; — убиваться (прост.);

2) драться; сражаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "χτύπησε" в других словарях:

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος 1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια. 2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα. 3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς. 4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα. 5. κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • History of Patras — The city of Patras has an important history of four thousand years. Patras has been inhabited since the prehistoric age and constituted an important centre of the Mycenean era. In the antiquity it was a leading member of the Achaean League.… …   Wikipedia

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • Hellenic Open University — Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Established 1992 Type Public …   Wikipedia

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …   Dictionary of Greek

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»